ναικισσορεύοντας

ναικισσορεύοντας
ναικισσορεύοντας
Meaning: ἐπίτηδες διασύροντας καὶ ἐξευτελίσαντας τινες δέ φασι ναικισσήρεις λέγεσθαι ἐπὶ τοῦ ἐμφαίνοντος ὁμολογεῖν καὶ ὁμολογοῦντος [Pherecr. 222], ἐπὶ τῶν κατεψευσμένων ἡ λέξις H. Cf. Photius s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One tried to find ναίχι in the beginning.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναικισσορεύοντας — ναικισσορεύω disparage pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναικισσορεύω — (Α) υποτιμώ, δυσφημώ, εξευτελίζω κάποιον («ναικισσορεύοντας επίτηδες διασύροντας και εξευτελίζοντας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το α συνθετικό ναικι είναι ίσως το ναί χι (< ναί + χί, πρβλ. ου χί, μη χί). Βλ. και λ. ναικισσήρεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”