- ναικισσορεύοντας
- ναικισσορεύονταςMeaning: ἐπίτηδες διασύροντας καὶ ἐξευτελίσαντας τινες δέ φασι ναικισσήρεις λέγεσθαι ἐπὶ τοῦ ἐμφαίνοντος ὁμολογεῖν καὶ ὁμολογοῦντος [Pherecr. 222], ἐπὶ τῶν κατεψευσμένων ἡ λέξις H. Cf. Photius s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One tried to find ναίχι in the beginning.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.